- ορφνίς
- ὀρφνίς, -ίδος, ἡ (Α) [όρφνη](κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν ἱμάτιον καὶ ὀρφνῶδες».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρορφνιδωτός — ή, όν Α (για χιτώνα) αυτός που έχει μαύρες παρυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρφνίς* ίδος» (< ὄρφνη «σκοτάδι») + κατάλ. ωτός] … Dictionary of Greek